Τῶν προγόνων βλαστοί,
μ᾿ ἀτσαλένια κορμιὰ
τοῦ πολέμου περνώντας τὴ φρίκη,
τοῦ πολέμου περνώντας τὴ φρίκη,
τῆς καρδιᾶς μας τὴ φλόγα τὴ φέραμε μιὰ
ὡς ἐκεῖ ποὺ μᾶς πρόσμενε ἡ Νίκη.
ὡς ἐκεῖ ποὺ μᾶς πρόσμενε ἡ Νίκη.
Μὲ τὴ λόγχη χαράξαμε ἁδρὸ στὰ βουνὰ
τ᾿ ὄνομά μας -γαλάζιο λουλούδι-
τ᾿ ὄνομά μας -γαλάζιο λουλούδι-
νὰ τὸ πάρει ὡς τὰ πέρατα ὁ θρύλος ξανά,
στοὺς λαοὺς νὰ τὸ κάνει τραγούδι.
στοὺς λαοὺς νὰ τὸ κάνει τραγούδι.
Προσταγὴ στὴ φυλή μας, σὰ νόμος βαριά,
τὸ παλιὸ ν᾿ ἀναστήσουμε θάμα.
τὸ παλιὸ ν᾿ ἀναστήσουμε θάμα.
Νἆναι αἰώνια σὲ τούτη τὴ γῆ ἡ Λευτεριά,
κάποιας μοίρας ὁρίζει τὸ τάμα.
κάποιας μοίρας ὁρίζει τὸ τάμα.
Μάννα Ἑλλάδα, δική σου μιὰ σάλπιγγα ἠχεῖ,
λὲς ἀκόμα, στῆς Πίνδου μιὰ κόχη,
λὲς ἀκόμα, στῆς Πίνδου μιὰ κόχη,
στοὺς λαοὺς νὰ θυμίζει, γεμάτο ψυχή,
τὸ τρανὸ ποὺ ξεστόμισες «Ὄχι».
τὸ τρανὸ ποὺ ξεστόμισες «Ὄχι».
(ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ : ΠΙΝΔΟΣ)